- επεκχέω
- ἐπεκχέω (Α) [εκχέω]1. χύνω πάνω σε κάτι2. μέσ. ἐπεκχέομαιξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῑς πολεμίοις», ΠΔ)3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεκχέον — ἐπεκχέω pour out upon pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) ἐπεκχέω pour out upon pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκχεῖσθαι — ἐπεκχέω pour out upon pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεκχεῖται — ἐπεκχέω pour out upon pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek